- πολυπροσώπως
- Αεπίρρ. βλ. πολυπρόσωπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπροσώπως — πολυπρόσωπος many faced adverbial πολυπρόσωπος many faced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπρόσωπος — η, ο / πολυπρόσωπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση 2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι 3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος … Dictionary of Greek